- ελαιόμυλος
- ο маслобойня (по производству оливкового масла)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαιόμυλος — και λαδόμυλος, ο εγκατάσταση για σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου ανάμεσα σε περιστρεφόμενους από ανθρώπους ή ζώα μυλόλιθους για παραγωγή λαδιού, το λιοτρίβι … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
λαδόμυλος — ο ελαιόμυλος, ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek